ἀποπέμψει

ἀποπέμψει
ἀπόπεμψις
sending away
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀποπέμψεϊ , ἀπόπεμψις
sending away
fem dat sg (epic)
ἀπόπεμψις
sending away
fem dat sg (attic ionic)
ἀποπέμπω
send off
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποπέμπω
send off
fut ind mid 2nd sg
ἀποπέμπω
send off
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απόπεμπτος — ἀπόπεμπτος, ον (Α) 1. αυτός που διώχθηκε, που απομακρύνθηκε 2. αυτός που μπορεί κανείς να αποπέμψει, να αποσοβήσει …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • Εσθήρ — I (5ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο πολλών εθνικοθρησκευτικών ιουδαϊκών παραδόσεων. Ζούσε στην Περσία μαζί με όσους ομόθρησκούς της δεν επωφελήθηκαν από το διάταγμα του Κύρου για να γυρίσουν στην πατρίδα τους μετά τη… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”